ὑγροπυρινόψυχρος

ὑγροπυρινόψυχρος
ὑγρο-πῠρῐνόψυχρος, ον,
A moist, fiery, and cold, PMag.Par.1.1146.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υγροπυρινόψυχρος — ον, Α υγρός που φλέγεται ενώ ταυτόχρονα είναι και ψυχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + πύρινος + ψυχρός] …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”